- ζωοδότῃ
- ζωοδότηςmasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αμένοφις ή Αμενχοτέπ — Όνομα τεσσάρων φαραώ της Αιγύπτου της 18ης δυναστείας (16ος–14ος αι. π.Χ.). Το όνομα Αμενχοτέπσημαίνει «ο Άμμων είναι ευχαριστημένος». 1. Α. Α’ (1570 – 1524 π.Χ.). Γιος του Άμαση Α’ και ιδρυτής της 18ης δυναστείας, ανέλαβε τον θρόνο το 1545 π.Χ.… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… … Dictionary of Greek
Τελ ελ Αμάρνα — Τοποθεσία της Άνω Αιγύπτου, όπου βρίσκονται τα ερείπια της πόλης, που έχτισε ο φαραώ Αχενατόν προς τιμήν του θεού Ατόν, του ηλιακού δίσκου. Η πόλη καταστράφηκε λίγα χρόνια αργότερα στα χρόνια του φαραώ Χαρεμχάμπ από φανατικούς οπαδούς του… … Dictionary of Greek